Village Koufopoulo, Andritsena, Greece. Χωριό Κουφόπουλο, Ανδρίτσαινα, Ηλέιας

Village Koufopoulo, Andritsena, Greece. Χωριό Κουφόπουλο, Ανδρίτσαινα,  Ηλέιας

Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011

Λινός (πατητήρι)


Για τους νεώτερους, λινός είναι το πατητήρι, δηλαδή το μέρος όπου "πατάμε" τα σταφύλια για να βγει το κρασί. Από τη βρύση που φαίνεται στο κάτω μέρος της φωτογραφίας έρεε ο χυμός των σταφυλιών που τον έπιαναν σε δοχεία και τον αποθήκευαν στα βαρέλια.

Στο χωριό μας μπορεί να είχαμε πρόβλημα με το σιτάρι όπου ήταν λίγο και συνήθως δεν έφτανε να βγει πέρα η χρονιά αλλά από κρασί είμασταν πάντα υπερπλήρης :-). Δεν υπήρχε οικογένεια που να μην έχει το αμπέλι της και σπίτι που να μην έχει το λινό του. Οι παλιότεροι λέγανε σαν αστείο "αν απολύσουμε τα βαρέλια με τα κρασιά μας θα τους πνίξουμε τους Φαναρίτες", δείγμα της αφθονίας κρασιού που υπήρχε στο χωριό.



Αυτό δεν είναι κρασοστάφυλο, δηλαδή από αμπέλι για κρασί, αλλά σταφύλι κληματαριάς για φαγητό. Είναι από την κληματαριά του Αγίου Παντελεήμονα. Φωτογραφία από αμπέλι δυστυχώς δεν έχω.


ΥΣ. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι γράφω τη λέξη "λινός" σωστά. Δεν την έχω δει ποτέ γραμμένη. Παρακαλώ αν κάποιος γνωρίζει ότι γράφεται διαφορετικά ας μου το πεί.

5 σχόλια:

potseika είπε...

Εδώ πάλι,Ηλία με τις...μαμάτες φωτογραφίες σου.
Λοιπόν, αυτά τα ωραία σταφύλια του "Αγιο-Πανταλέημονα" τα πουλούσαν οι επίτροποι για την εκκλησία (π. χ Μπάρμπα Μήτσο Χρόνης. Μια άλλη "μορφή" στο χωριό και τούτος ο άνθρωπος. Πρόεδρος για χρόνια, επίτροπος, εργατικός και εξυπηρετικός στους συγχωριανούς. Του οφείλει πολλά το χωριό. Θα βρούμε χρόνο να μιλήσουμε και γι΄αυτόν).

Που λες, μια ίδια κληματαριά είχε στην αυλή του και ο Μπάρμπα Σπύρος ο Τσιγουρής (σημ. «μορφή» και ο μπάρμπα Σπύρος, θα πούμε και γι΄αυτόν). Την «περιποιόταν» και έκανε κάτι σταφύλια με κάτι ρόγες, άλλο πράμα! Εμείς τα παιδιά από τα σταφύλια του ΄Αγιου δεν τολμάγαμε να κλέψουμε, μη μας «κοπεί το χέρι».Αλλά, τα σταφύλια του μπάρμπα Σπύρου τα ρημάζαμε. Είδε και απόειδε ο άνθρωπος, μας παραφυλάει ένα σούρουπο και μας πιάνει στα πράσα πάνω στη μάντρα της αυλής του, έμενα και το Σπήλιο με μια «αρμαθιά» σταφύλια στα χέρια. Χααααααααααα.

Την άλλη μέρα, πάμε πρωί σχολείο ,κοιτάμε, έβγαινε από το «Γραφείο» του λυκειάρχη ο μπάρμπα Σπύρος. Μας ζώσανε εμάς τα φίδια. Πάει λέμε, τη βάψαμε. Χτυπάει το κουδούνι, μαζευόμαστε για προσευχή, τελειώνει, ανεβαίνει ο λυκειάρχης στα σκαλιά της βιβλιοθήκης (εκεί πάντα πήγαινε άμα είχε να κάνει ανακοινώσεις) και «πού μας πονεί και πού μας σφάζει»: « …Κλέβουμε τώρα και τα σταφύλια του κόσμου, εκεί φτάσαμε, μαθητές σου λέει μετά», να ωρύεται . «΄Οποιοι το κάνανε, τώρα κιόλας να έρθουν στο «Γραφείο….»
-Τι λέμε, ρε, τώρα, τι κάνουμε, θα φάμε οχτάρα, κλαψούριζε ο Σπήλιος.
-Σκάσε, ρε, του κάνω που θα φάμε οχτάρα. Ξέρω γω πώς θα το χειριστώ το πράμα, θα μας σώσω.
-Τι, ρε,…ωλόπαιδο, λέγε, ρε, τί σκαρφίστηκες, λωποδύτη ,ρώταγε με αγωνία ο συγκατηγορούμενος Σπήλιος.
-Πάμε μέσα στο γραφείο και θα ακούσεις, τον καθησύχασα.
Μπαίνουμε σαν βρεγμένες γάτες μέσα, βάζει πάλι τις φωνές ο Λυκειάρχης «…και δεν ντρεπόσαστε, ολόκληρα γαϊδούρια να πάτε να κλέψετε τα σταφύλια του ανθρώπου… και θα σας δείξω εγώ…» οι φωνές να ακούγονται ως τις αίθουσες πέρα. Ξέσπασε έτσι, ηρέμησε κάποια στιγμή και
-τι έχετε να απολογηθείτε, λοιπόν;
Παίρνω το μισοκακόμοιρο ύφος και του σκάω το παραμύθι:

potseika είπε...

-κ.Λυκειάρχα, εμείς δεν κλέψαμε ποτέ σταφύλια από την κληματαριά του μπάρμπα Σπύρου. Παρεξήγηση έγινε. Εμείς περνούσαμε από το δρόμο να πάμε στην εκκλησιά να παίξουμε. Κοιτάμε κάτω, σωρό οι ρόγες σπαρμένες .Κάποιος είχε σκαρφαλώσει πριν στη μάντρα, έκοψε σταφύλια και του πέσανε στο φευγιό οι ρόγες. Τις βρήκαμε και μεις, τις μαζέψαμε. Εκείνη την ώρα, ερχόταν στο σπίτι και ο ..εν λόγω, μας είδε με τις ρόγες στα χέρια και μας πήρε στο κυνήγι. Ούτε περίμενε να του εξηγήσουμε, να του αποδείξουμε πως είμαστε αθώοι. Αυτή είναι όλη η ιστορία, έτσι έγιναν τα πράγματα. Ο Λυκειάρχης δε φάνηκε να με πιστεύει, ήταν έτοιμος να αμολήσει την οχτάρα. Ο Σπήλιος δίπλα να με αγριοκοιτάζει για την ηλιθιότητα που ξεφούρνισα. Αλλά, εγώ εκεί, ατάραχος, ήξερα πώς θα τη γλιτώναμε, φύλαγα να πετάξω τη…μπόμπα τελευταία. Και τι του λέω ο αθεόφοβος:
-΄Αλλωστε, κύριε Λυκειάρχα, ο κύριος Τσιγουρής μας κατέδωσε, γιατί η δικιά μου οικογένεια ανήκει στη δημοκρατική παράταξη και ο θείος μου είναι πολιτικός του αντίπαλος στις εκλογές για την προεδρία της κοινότητας. Τα ξέρετε αυτά, πώς είναι στη χώρα μας…
Τι ήταν να το πω; ΄Αλλαξε δέκα χρώματα, ο συχωρεμένος ο Μπρης. Αγρίεψε, αλλά τώρα όχι με μας, αλλά με τον μπάρμπα Σπύρο, που…μας συκοφάντησε.
-¨Ώστε έτσι, παιδιά μου; Και δεν το λέγατε από την αρχή; Μάλιστα, κατάλαβα ,κατάλαβα, άτιμο πράμα αυτά τα πολιτικά. ΄Εβγαλε έναν αναστεναγμό, μας χτύπησε συγκαταβατικά στην πλάτη και μας έστειλε… αθώους και καθαρούς στην αίθουσα.
Ο Σπήλιος στο διάλειμμα να έχει κατουρηθεί από τα γέλια:- Ρε, θηρίο, πώς σού κοψε τέτοια ιστορία, ρε φιλάρα, τι είσαι συ; Τον χτύπησες εκεί που πόναγε τον Μπρη…

Φτηνά την είχαμε γλιτώσει με εκείνο το παραμύθι. Αλλά, δεν ήταν τυχαία η …κατασκευή του με αυτά τα υλικά: Τον Μπρη ,άριστος φιλόλογος και συγγραφέας, τον είχανε στείλει με δυσμενή μετάθεση από την Αθήνα στην Ανδρίτσαινα ως Λυκειάρχη ,γιατί ήταν «δημοκρατικών φρονημάτων».΄ Ηταν με άλλα λόγια «παθός» από τα κομματικά πάθη της εποχής εκείνης, που είχαν οδηγήσει, σύμφωνα με το τερατώδες παραμύθι μου, το μπάμπα Σπύρο Τσιγουρή να μας…καρφώσει στο Γραφείο για τα σταφύλια του που …δεν κλέψαμε ποτέ!

(Θυμάσαι, ρε, απάντων των Κουφοπλαίων, ανελέητο πειραχτήρι Σπήλιο ,μη και της θεια Ζωίτσας του Καπλάνη, εξαιρουμένης, όπως θα διηγηθούμε εδώ σε άλλα… κέφια;
΄Αντε, βρε, μολογάτε και καμιά άλλη ιστορία να θυμηθούμε τους παλιούς καλούς καιρούς στου Κουφόπλου…

Κουφόπουλο είπε...

Ωραία ιστορία και ευχαριστώ που μπήκες στον κόπο να τη γραψεις!
Θυμάμαι κάποιον Μπρή υποψήφιο (;) για την δημαρχία του Πύργου, γύρω στο '80. Μάλλον θα πρόκειται για απλή συνονυμία.

Κουφόπουλο είπε...

Επίσης, μια και μιλάμε για σταφύλια, θα πρέπει να αναφέρουμε και την περίφημη μουσταλευριά αλλά και τα σουτζούκια.
Η μουσταλευριά, που τη θυμάμαι και εγώ να τη φτιάχνουν πολλά σπίτια στο χωριό, ήταν ένα εξαίρετο γλύκισμα του φθινοπώρου. Πεντανόστιμη, γαρνιρισμένη με τριμένο καρύδι στην τριβάλα του χωριού. Τότε όποιος έφτιαχνε μουσταλευριά πήγαινε και ένα πιατάκι στο γείτονα για το καλό. Αυτος όταν κατανάλωνε το γλυκό επέστεφε το πιάτο πάντα γεμάτο. Έβαζε ότι είχε να ανταποδώσει το κέρασμα, λίγα κομάτια καρυδόπαστα πχ, αλλά άδειο πιάτο ήταν ντροπή να το επιστρέψεις.
Τα σουτζούκια ήταν λίγο διαφορετική περίπτωση.
Σε μια κλωστή περνούσαν καρύδια, που επίσης είχαμε άφθονα στο χωριό, και τα βουτούσαν στην κατσαρόλα με τη ζεστή, παχύρευστη μουσταλευριά. Το υλικό κολλούσε πάνω και όταν ξερενόταν μπορούσε να αντεξει όλο το χειμώνα χωρίς να χαλάσει.
Έλα όμως που για να ξεραθεί έπρεπε να μείνει πολλές μέρες στο μπαλκόνι απλωμένο. Αυτό ήταν μεγάλη πρόκληση για τα παιδιά που το μυαλό τους όλο στη σκανδαλιά το έχουν! Πολλά σουτζούκια λοιπόν δεν προλάβαιναν να "ωριμάσουν" και τα παιδιά έκαναν μεγάλα γλέντια το φθινόπωρο αρπάζοντας τα σουτζούκια των νυκοκυραίων.
Εμείς, από όσο θυμάμαι, μια φορά μπήκαμε στον πειρασμό να κλέψουμε σουτζούκια, της Σταυρούλας συγκεκριμένα. Τα είχε απλώσει στο παράθυρο της σάλας στο σπίτι της. Τελικά δεν κατορθώσαμε να τα πιάσουμε :(

Νίκο, για λέγε... θυμάσαι καμιά αρπαγή σουτζουκιών;

Κουφόπουλο είπε...

Να πω ακόμη για το τσίπουρο, το λέμε και σούμα στο χωριό.
Τα πατημένα σταφύλια, αφού είχαν δώσει το χυμό τους που πήγαινε για κρασί δεν τα πετούσαν βεβαίως. Τα άφηναν για σαράντα περίπου μέρες να ωριμάσουν σε τσουβάλια αεροστεγώς κλεισμένα και έφτιαχναν το γνωστό σε όλους μας τσίπουρο.
Αυτή η διαδικασία γινόταν περίπου στα μέσα με τέλη του Νοέμβρη. Στην Κάτω Βρύση στηνόταν το καζάνι και ήταν μεγάλη γιορτή οι καζανιές. Οι χωριανοί έπερναν σειρά ό ένας μετά τον άλλον και δε σταματούσαν οι καζανιές μέρα νύχτα.
Θυμάμαι αρκετά καλά τη διαδικασία στα τελευταία της βέβαια, νομίζω ότι η τελευταία καζανιά, με το καζάνι της θεια Βασίλως, έγινε το '93. Έχω και ασπρόμαυρες φωτογραφίες από τότε, θα τις βρω και θα τις σκανάρω να τις ανεβάσω κάποια στιγμή.